Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποσέτης — και ποσσαέτης, άετες, Α πόσων ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + έτης (< ἔτος), πρβλ. εικοσ έτης, πεντ έτης] … Dictionary of Greek
ποσσαέτης — άετες, Α βλ. ποσέτης … Dictionary of Greek